Ετυμολογία 1

επεξεργασία
lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɛd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lead leads

lead (en)

  1. (μη μετρήσιμο, χημεία) ο μόλυβδος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μύτη μολυβιού
    ⮡  mechanical pencil lead - μύτες μηχανικών μολυβιών
    ⮡  The lead of my pencil broke.
    Έσπασε η μύτη του μολυβιού μου.
  3. (τυπογραφία) λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα
  4. φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες
  5. στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου
  6. (αργκό) σφαίρες, πυρομαχικά
ενεστώτας lead
γ΄ ενικό ενεστώτα leads
αόριστος leaded
παθητική μετοχή leaded
ενεργητική μετοχή leading

lead (en)

  1. καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο
  2. (τυπογραφία) τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liːd/
ΔΦΑ : /lid/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lead leads

lead (en)

  1. (μόνο ενικός, the lead) το προβάδισμα, η πρώτη θέση σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
    ⮡  I am taking/I have/I am fighting for/I capture/I lose the lead.
    Παίρνω/έχω/διεκδικώ/κατακτώ/χάνω το προβάδισμα.
    ⮡  The national team took the lead in score.
    Η εθνική ομάδα πήρε το προβάδισμα στο σκορ.
    ⮡  Japan captured the lead in the technology sector.
    Η Ιαπωνία κατέκτησε το προβάδισμα στον τομέα της τεχνολογίας.
    ⮡  The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
    Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
    ⮡  The team has taken the lead in the standings.
    Η ομάδα προηγείται στη βαθμολογία.
    ⮡  The runner is safely in the lead.
    Ο δρομέας είναι σίγουρα μπροστά.
  2. (μόνο ενικός) παράδειγμα που μιμούνται οι άνθρωποι
    ⮡  I hope the others won’t follow his lead.
    Ελπίζω να μην τον μιμηθούν οι άλλοι.
  3. ο πρωταγωνιστής, η πρωταγωνίστρια, ο ρόλος πρωταγωνιστή
    ⮡  It was the first time that he would appear in the theater as a lead.
    Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
    ⮡  I am playing the lead in a musical.
    Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ.
  4. (βρετανικά αγγλικά) το λουρί για την οδήγηση σκύλου
    ⮡  Keep your dog on the lead in these streets.
    Κράτα το σκυλί σου από το λουρί σ' αυτούς τους δρόμους.
     συνώνυμα: leash (αμερικανικά αγγλικά)
ενεστώτας lead
γ΄ ενικό ενεστώτα leads
αόριστος led
παθητική μετοχή led
ενεργητική μετοχή leading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lead (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τους κάνω να πάνε στη σωστή κατεύθυνση
    ⮡  I will lead you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, πάω, ένας δρόμος, μονοπάτι ή πόρτα πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  Where does this road lead?
    Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;
    ⮡  That door leads to the garden.
    Η πόρτα αυτή βγάζει στον κήπο.
     συνώνυμα: go
  3. (αμετάβατο) βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα
    ⮡  Your policy doesn’t lead anywhere.
    Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά.
  4. (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια
    ⮡  What led him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    ⮡  What led him to refuse?
    Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;
    ⮡  We were led to believe that everything was settled.
    Μας έδωσαν να καταλάβομε (μείναμε με την εντύπωση) ότι όλα είχαν κανονιστεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) προηγούμαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση
    ⮡  I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
    Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0.
  6. (μεταβατικό) ηγούμαι, διοικώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία