lead
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lead (en)
- (χωρίς πληθυντικό) ο μόλυβδος
Ρήμα 1Επεξεργασία
ενεστώτας | lead |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | led |
παθητική μετοχή | led |
ενεργητική μετοχή | leading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lead (en)
Ρήμα 2Επεξεργασία
ενεστώτας | lead |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | leaded |
παθητική μετοχή | leaded |
ενεργητική μετοχή | leading |
lead (en)