lead
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lead | leads |
lead (en)
- (μη μετρήσιμο, χημεία) ο μόλυβδος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μύτη μολυβιού
- ⮡ mechanical pencil lead - μύτες μηχανικών μολυβιών
- ⮡ The lead of my pencil broke.
- Έσπασε η μύτη του μολυβιού μου.
- (τυπογραφία) λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα
- φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες
- στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου
- (αργκό) σφαίρες, πυρομαχικά
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | leaded |
παθητική μετοχή | leaded |
ενεργητική μετοχή | leading |
lead (en)
- καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο
- (τυπογραφία) τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lead | leads |
lead (en)
- (μόνο ενικός, the lead) το προβάδισμα, η πρώτη θέση σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
- ⮡ I am taking/I have/I am fighting for/I capture/I lose the lead.
- Παίρνω/έχω/διεκδικώ/κατακτώ/χάνω το προβάδισμα.
- ⮡ The national team took the lead in score.
- Η εθνική ομάδα πήρε το προβάδισμα στο σκορ.
- ⮡ Japan captured the lead in the technology sector.
- Η Ιαπωνία κατέκτησε το προβάδισμα στον τομέα της τεχνολογίας.
- ⮡ The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
- Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
- ⮡ The team has taken the lead in the standings.
- Η ομάδα προηγείται στη βαθμολογία.
- ⮡ The runner is safely in the lead.
- Ο δρομέας είναι σίγουρα μπροστά.
- ⮡ I am taking/I have/I am fighting for/I capture/I lose the lead.
- (μόνο ενικός) παράδειγμα που μιμούνται οι άνθρωποι
- ⮡ I hope the others won’t follow his lead.
- Ελπίζω να μην τον μιμηθούν οι άλλοι.
- ⮡ I hope the others won’t follow his lead.
- ο πρωταγωνιστής, η πρωταγωνίστρια, ο ρόλος πρωταγωνιστή
- ⮡ It was the first time that he would appear in the theater as a lead.
- Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
- ⮡ I am playing the lead in a musical.
- Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ.
- ⮡ It was the first time that he would appear in the theater as a lead.
- (βρετανικά αγγλικά) το λουρί για την οδήγηση σκύλου
- ⮡ Keep your dog on the lead in these streets.
- Κράτα το σκυλί σου από το λουρί σ' αυτούς τους δρόμους.
- ≈ συνώνυμα: leash (αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ Keep your dog on the lead in these streets.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | led |
παθητική μετοχή | led |
ενεργητική μετοχή | leading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lead (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τους κάνω να πάνε στη σωστή κατεύθυνση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, πάω, ένας δρόμος, μονοπάτι ή πόρτα πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- (αμετάβατο) βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα
- ⮡ Your policy doesn’t lead anywhere.
- Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά.
- ⮡ Your policy doesn’t lead anywhere.
- (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προηγούμαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση
- ⮡ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
- Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0.
- ⮡ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
- (μεταβατικό) ηγούμαι, διοικώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'lead' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'lead' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- lead 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- lead 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- lead 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 448-449, 656. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, κινώ, παρακινώ