στοιχειοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοιχειοθεσία < στοιχειοθετώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοιχειοθεσία θηλυκό
- η στοιχειοθέτηση
- η τέχνη, η εργασία του στοιχειοθέτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία στοιχειοθεσία
στοιχειοθεσία θηλυκό