Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειοθετώ < (τυπογραφικό) στοιχείο + θέτω (τοποθετώ)

  Ρήμα επεξεργασία

στοιχειοθετώ

  1. συγκεντρώνω και τοποθετώ στη σειρά τυπογραφικά στοιχεία με το χέρι
    Όμως εκείνος στέκεται μπρος στην κάσα και στοιχειοθετεί, σα να μη μας ακούει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
  2. δημιουργώ τυπογραφική αράδα με τη χρήση λινοτυπικής μηχανής
  3. δημιουργώ, σχηματίζω ή έχω τις προϋποθέσεις για να υποστηρίξω, να θεμελιώσω μία κατάσταση, μία έννοια, ένα γεγονός
    μόνο με αυτά τα στοιχεία δε στοιχειοθετείται έγκλημα, αλλά απλό αδίκημα

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία