↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Satz die Sätze
γενική des Satzes der Sätze
δοτική dem Satz
Satze
den Sätzen
αιτιατική den Satz die Sätze

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Satz < μέση άνω γερμανική saz / satz < αναδρομικός σχηματισμός από το ρήμα «setzen» (θέτω, βάζω, τοποθετώ) [1] [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zat͡s/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Satz (de) αρσενικό

  1. (γραμματική) η πρόταση
    ⮡  Kannst du den letzten Satz wiederholen?
    Μπορείς να επαναλάβεις την τελευταία πρόταση;
  2. σύνολο ομοειδών πραγμάτων, σετ
    ⮡  Ich brauche einen Satz neue Reifen für mein Auto.
    Χρειάζομαι ένα σετ καινούργιων λάστιχων για το αμάξι μου.
     συνώνυμα: Set, Reihe
  3. (αθλητισμός) το σετ
    ⮡  Sie gewannen den ersten Satz des Spiels mit 2 Punkten Vorsprung.
    Νίκησαν το πρώτο σετ του αγώνα με διαφορά 2 πόντων.
  4. το κατακάθι
     συνώνυμα: Bodensatz, Sediment
  5. το άλμα
     συνώνυμα: Sprung
  6. καθορισμένη τιμή
     συνώνυμα: Preis, Tarif
  7. (μουσική) το μέρος
    ⮡  Mondscheinsonate, 1. Satz
    Σονάτα του Σεληνόφωτος, μέρος 1ο
  8. (τυπογραφία) η στοιχειοθέτηση
  9. (μαθηματικά) το θεώρημα
    ⮡  Der Satz des Pythagoras.
    Το Πυθαγόρειο θεώρημα.
     συνώνυμα: Theorem, Lehrsatz

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Satz στη γερμανική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Satz - Duden online.
  2. Satz - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Satz < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Satz αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Satz < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Satz αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]