Satz
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Satz | die | Sätze |
γενική | des | Satzes | der | Sätze |
δοτική | dem | Satz Satze |
den | Sätzen |
αιτιατική | den | Satz | die | Sätze |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Satz < μέση άνω γερμανική saz / satz < αναδρομικός σχηματισμός από το ρήμα «setzen» (θέτω, βάζω, τοποθετώ) [1] [2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSatz (de) αρσενικό
- (γραμματική) η πρόταση
- ⮡ Kannst du den letzten Satz wiederholen?
- Μπορείς να επαναλάβεις την τελευταία πρόταση;
- ⮡ Kannst du den letzten Satz wiederholen?
- σύνολο ομοειδών πραγμάτων, σετ
- (αθλητισμός) το σετ
- ⮡ Sie gewannen den ersten Satz des Spiels mit 2 Punkten Vorsprung.
- Νίκησαν το πρώτο σετ του αγώνα με διαφορά 2 πόντων.
- ⮡ Sie gewannen den ersten Satz des Spiels mit 2 Punkten Vorsprung.
- το κατακάθι
- το άλμα
- καθορισμένη τιμή
- (μουσική) το μέρος
- ⮡ Mondscheinsonate, 1. Satz
- Σονάτα του Σεληνόφωτος, μέρος 1ο
- ⮡ Mondscheinsonate, 1. Satz
- (τυπογραφία) η στοιχειοθέτηση
- (μαθηματικά) το θεώρημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Satz στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Satz < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαSatz αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Satz < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαSatz αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]