σετ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασετ ουδέτερο άκλιτο
- σύνολο ομοειδών χρηστικών αντικειμένων
- αγόρασα ένα σετ εργαλείων με την εργαλειοθήκη
- τμήμα ενός αγώνα βόλεϊ ή τένις που ολοκληρώνεται όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους κερδίσει έναν προκαθορισμένο αριθμό πόντων
- ο αγώνας έληξε με σκορ 3-0 σετ