Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσίπσετ < τσίπ + σετ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική chipset

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίπσετ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πλινθιοσύνολο» από αναζήτηση «chipset» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.