τσίπσετ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίπσετ < τσίπ + σετ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική chipset
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίπσετ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) chipset: σύνολο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, που χρησιμοποιούνται στον συντονισμό και την συνεργασία της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) με τα άλλα υποσυστήματα του υπολογιστή
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τσίπσετ στη Βικιπαίδεια
- Chipsets, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «πλινθιοσύνολο» από αναζήτηση «chipset» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.