↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακάθι τα κατακάθια
      γενική του κατακαθιού των κατακαθιών
    αιτιατική το κατακάθι τα κατακάθια
     κλητική κατακάθι κατακάθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακάθι < κατακάθομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακάθι ουδέτερο

  1. η στερεά ουσία που παραμένει αδιάλυτη σε ένα υγρό και συγκεντρώνεται (κατακάθεται) στον πυθμένα του δοχείου που περιέχει το διάλυμα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος τιποτένιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία