Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακάθομαι < κάτω + κάθομαι

κατακάθομαι

  • υποχωρώ σιγά-σιγά προς τα κάτω, κάθομαι λόγω βαρύτητας, καθιζάνω

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία