καθιζάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθιζάνω < αρχαία ελληνική καθιζάνω < κατά + ἱζάνω < ἵζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι)
Ρήμα
επεξεργασίακαθιζάνω
- (γεωλογία) υφίσταμαι καθίζηση (για έδαφος)
- (χημεία) κατακάθομαι ως ίζημα, κατεβαίνω ως ίζημα ως τον πυθμένα (για ουσία διαλυμένη σε υγρό)
- Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο φωσφορούχος ψευδάργυρος θα καθίζανε προς σχετικά κρυσταλλική μορφή. (*)
- ≈ συνώνυμα: κατακάθομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | καθιζάνω | καθίζανα | θα καθιζάνω | να καθιζάνω | καθιζάνοντας |
β' ενικ. | καθιζάνεις | καθίζανες | θα καθιζάνεις | να καθιζάνεις | |
γ' ενικ. | καθιζάνει | καθίζανε | θα καθιζάνει | να καθιζάνει | |
α' πληθ. | καθιζάνουμε | καθιζάναμε | θα καθιζάνουμε | να καθιζάνουμε | |
β' πληθ. | καθιζάνετε | καθιζάνατε | θα καθιζάνετε | να καθιζάνετε | |
γ' πληθ. | καθιζάνουν | καθίζαναν | θα καθιζάνουν | να καθιζάνουν |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωλογικός όρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαθιζάνω