ἱζάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἱζάνω
- καθίζω, κάνω κάποιον να καθίσει
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 258 (στίχοι 257-259)
- Ἀχιλλεὺς | αὐτοῦ λαὸν ἔρυκε καὶ ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, | νηῶν δ᾽ ἔκφερ᾽ ἄεθλα,
- τον λαόν εκράτησε ο Πηλείδης | και εις πλατύν γύρον έκαμε τα πλήθη να καθίσουν, | κι έβγαλε απ᾽ τα καράβια του του αγώνος τα βραβεία,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἀχιλλεὺς | αὐτοῦ λαὸν ἔρυκε καὶ ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, | νηῶν δ᾽ ἔκφερ᾽ ἄεθλα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 258 (στίχοι 257-259)
- εγκαθιστώ
- ιδρύω
- (αμετάβατο) κάθομαι
- (γεωλογία) καθιζάνω
- (μεταφορικά) (για ύπνο) «κάθομαι» πάνω στα μάτια, με παίρνει ο ύπνος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 92 (στίχοι 91-92)
- πλάζομαι ὧδ᾽, ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι νήδυμος ὕπνος | ἱζάνει,
- ύπνος δεν κλει τα μάτια μου, κι εδώ πλανώμαι ως βλέπεις,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πλάζομαι ὧδ᾽, ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι νήδυμος ὕπνος | ἱζάνει,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 92 (στίχοι 91-92)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη ἵζω
Πηγές
επεξεργασία- ἱζάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱζάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.