Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐφιζάνω < λείπει η ετυμολογία

ἐφιζάνω

  1. (μόνο σε ενεστ. και παρατ.) κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακάθομαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 578 (577-578)
    τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ᾽ ἐλαίῳ | δείπνῳ ἐφιζανέτην,
    Και αφού λουσθήκαν και άλειμμα το σώμα τους εχρίσαν, | εις το τραπέζι εκάθισαν
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 26 (25-26)
    οὐδὲ γὰρ αὐτῷ | ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε
    ουδέ στα βλέφαρά του | εκάθιζ᾽ ύπνος
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.667, @scaife.perseus
    ὧς ἄρʼ ἔφη, καὶ θῶκον ἐφίζανε πατρὸς ἑοῖο
  2. σχηματίζω ίζημα

Συγγενικά

επεξεργασία