ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱζηματίᾱς οἱ ἱζηματίαι
      γενική τοῦ ἱζηματίου τῶν ἱζηματιῶν
      δοτική τῷ ἱζηματί τοῖς ἱζηματίαις
    αιτιατική τὸν ἱζηματίᾱν τοὺς ἱζηματίᾱς
     κλητική ! ἱζηματί ἱζηματίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱζηματί
γεν-δοτ τοῖν  ἱζηματίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱζηματίας (ελληνιστική κοινή) < ἵζημα + -ίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱζηματίας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία