ἱζηματίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἱζηματίᾱς | οἱ | ἱζηματίαι | ||||
γενική | τοῦ | ἱζηματίου | τῶν | ἱζηματιῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἱζηματίᾳ | τοῖς | ἱζηματίαις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἱζηματίᾱν | τοὺς | ἱζηματίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἱζηματίᾱ | ἱζηματίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱζηματίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱζηματίαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱζηματίας (ελληνιστική κοινή) < ἵζημα + -ίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱζηματίας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἵζημα
Πηγές
επεξεργασία- ἱζηματίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.