σεισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεισμός | οι | σεισμοί |
γενική | του | σεισμού | των | σεισμών |
αιτιατική | τον | σεισμό | τους | σεισμούς |
κλητική | σεισμέ | σεισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεισμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σεισμός < σείω, σεισ- + -μός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σεισμός αρσενικό
- (γεωλογία) δόνηση του εδάφους, η οποία οφείλεται στα κύματα που παράγονται, όταν εκλύεται ενέργεια από το σπάσιμο ή τη μετακίνηση των πετρωμάτων του φλοιού της Γης
- (μεταφορικά) μεγάλη αναταραχή ή αντίδραση
- πολιτικός σεισμός ταράζει το κοινοβούλιο της χώρας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δίνω σεισμούς : παράγω σεισμούς
- σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί : για φυσικές καταστροφές που συμβαίνουν στο ίδιο ή σε κοντινό χρονικό διάστημα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σεισμός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σεισμός | σεισμώ | σεισμοί |
Γενική | σεισμοῦ | σεισμοῖν | σεισμῶν |
Δοτική | σεισμῷ | σεισμοῖν | σεισμοῖς |
Αιτιατική | σεισμόν | σεισμώ | σεισμούς |
Κλητική | σεισμέ | σεισμώ | σεισμοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σεισμός αρσενικό
- (γεωλογία) ο σεισμός
- σεισμός χθονός
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε έντονη κίνηση, δόνηση
- σεισμός τοῦ σώματος
- (μεταφορικά) συκοφαντία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «σεισμός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «σεισμός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.