σεισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεισμός | οι | σεισμοί |
γενική | του | σεισμού | των | σεισμών |
αιτιατική | τον | σεισμό | τους | σεισμούς |
κλητική | σεισμέ | σεισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεισμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σεισμός < σείω, σεισ- + -μός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεισμός αρσενικό
- (σεισμολογία) δόνηση του εδάφους, η οποία οφείλεται στα κύματα που παράγονται, όταν εκλύεται ενέργεια από το σπάσιμο ή τη μετακίνηση των πετρωμάτων του φλοιού της Γης
- (μεταφορικά) μεγάλη αναταραχή ή αντίδραση
- πολιτικός σεισμός ταράζει το κοινοβούλιο της χώρας
Εκφράσεις
επεξεργασία- δίνω σεισμούς: παράγω σεισμούς
- σεισμοί, λιμοί, και καταποντισμοί: για φυσικές καταστροφές που συμβαίνουν στο ίδιο ή σε κοντινό χρονικό διάστημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σεισμός | οἱ | σεισμοί |
γενική | τοῦ | σεισμοῦ | τῶν | σεισμῶν |
δοτική | τῷ | σεισμῷ | τοῖς | σεισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | σεισμόν | τοὺς | σεισμούς |
κλητική ὦ! | σεισμέ | σεισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σεισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σεισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασεισμός αρσενικό
- (σεισμολογία, γεωλογία) ο σεισμός
- σεισμός χθονός
- ※ βρονταί τε ἦμος τῇ ἄλλῃ γίνονται, τηνικαῦτα μὲν οὐ γίνονται, θέρεος δὲ ἀμφιλαφέες· ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας [νενόμισται]. ὣς δὲ καὶ ἢν σεισμὸς γένηται, ἤν τε θέρεος ἤν τε χειμῶνος, ἐν τῇ Σκυθικῇ τέρας νενόμισται. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Μελπομένη, 4.28.3 περίπου 430 π.Χ)
- Επίσης, την εποχή που στ᾽ άλλα μέρη βροντά ο ουρανός τότε εδώ δε βροντά, όμως το καλοκαίρι χαλά ο κόσμος απ᾽ τις βροντές· κι αν βροντήσει το χειμώνα, σαστίζουν οι άνθρωποι —θεϊκό σημάδι!—, το ίδιο κι αν γίνει σεισμός, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι, στη χώρα των Σκυθών, το έχουν για θεϊκό σημάδι. (Μετάφραση Η. Σπυρόπουλος, Ηροδότου Ιστορίαι: Μελπομένη-Τερψιχόρη, Εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1992)
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε έντονη κίνηση, δόνηση
- σεισμός τοῦ σώματος
- (μεταφορικά) συκοφαντία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕίδη σεισμών:
Πηγές
επεξεργασία- σεισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.