↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθίζηση οι καθιζήσεις
      γενική της καθίζησης* των καθιζήσεων
    αιτιατική την καθίζηση τις καθιζήσεις
     κλητική καθίζηση καθιζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθιζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθίζηση θηλυκό

  1. (γεωλογία) βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους, που είναι αποτέλεσμα της κατακόρυφης μετακίνησης των μαζών του
  2. δημιουργία ιζήματος σε κορεσμένο διάλυμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία