ενικός         πληθυντικός  
landslide landslides

  Ετυμολογία

επεξεργασία
landslide < land + slide

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

landslide (en)

  1. (γεωλογία) η κατολίσθηση, η καθίζηση
    ⮡  The road was closed due to landslides.
    Η οδός έκλεισε λόγω κατολισθήσεων.
    ⮡  The landslide caused cracks in a lot of buildings.
    H καθίζηση προκάλεσε ρήγματα σε πολλά κτίρια.
  2. νίκη σε εκλογές με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλο