landslide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
landslide | landslides |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlandslide (en)
- (γεωλογία) η κατολίσθηση, η καθίζηση
- ⮡ The road was closed due to landslides.
- Η οδός έκλεισε λόγω κατολισθήσεων.
- ⮡ The landslide caused cracks in a lot of buildings.
- H καθίζηση προκάλεσε ρήγματα σε πολλά κτίρια.
- ⮡ The road was closed due to landslides.
- νίκη σε εκλογές με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλο