Ετυμολογία

επεξεργασία
ἵζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι)

ἵζω (παθητική φωνή: ἵζομαι)

  1. (μεταβατικό) καθίζω
  2. εγκαθιστώ
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 61.3
    τοῦτον τὸν ἄνδρα ἀναγνώσας ὁ μάγος Πατιζείθης ὥς οἱ αὐτὸς πάντα διαπρήξει, εἷσε ἄγων ἐς τὸν βασιλήιον θρόνον.
    Τον έπεισε λοιπόν τον άνθρωπο ο Μάγος Πατιζείθης ότι θα τα τακτοποιήσει όλα αυτός για λογαριασμό του, και τον έφερε και τον εγκατέστησε στον βασιλικό θρόνο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. στήνω ενέδρα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 531 (στίχοι 530-531)
    κρινάμενος κατὰ δῆμον ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους | εἷσε λόχον,
    Απ᾽ τον λαό ξεδιάλεξε είκοσι άντρες, τους καλύτερους, | και του έστησε καρτέρι,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. (μεταβατικό) τοποθετώ
  5. (αμετάβατο) κάθομαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 449 (στίχοι 448-449)
    πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ | νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
    είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου, | νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 281
    ἀλλὰ μετοκλάζει καὶ ἐπ᾽ ἀμφοτέρους πόδας ἵζει,
    αλλά στες δύο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  6. πέφτω, καθιζάνω
  7. ησυχάζω, παραμένω ήσυχος
  8. (στη μέση φωνή) ιδρύω, ανεγείρω ναούς, αφιερώνω αγάλματα
  9. παθητική φωνή: ἵζομαι:
    1. ενεδρεύω
    2. στρατοπεδεύω
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 71.1
      ὡς γὰρ ἐπύθοντο τάχιστα Πελοποννήσιοι τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην ἐν Θερμοπύλῃσι τετελευτηκέναι, συνδραμόντες ἐκ τῶν πολίων ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἵζοντο,
      Κι έτσι, μόλις πληροφορήθηκαν ότι σκοτώθηκαν οι άντρες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, έσπευσαν αμέσως όλοι μαζί από τις πόλεις τους κι εγκαταστάθηκαν στον Ισθμό·
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    3. καθιζάνω, κατακάθομαι
    4. κάθομαι
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 18.3
      εἴπας τοσαῦτα ὁ Ἀμύντης μετεπέμπετο τὰς γυναῖκας. αἱ δ᾽ ἐπείτε καλεόμεναι ἦλθον, ἐπεξῆς ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι.
      Αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας κι έστειλε και κάλεσαν τις γυναίκες. Κι αυτές ύστερ᾽ από το κάλεσμα ήρθαν και κάθισαν η μια δίπλα στην άλλη, αντικριστά με τους Πέρσες.
      Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 162
      δεῦρο πάροιθ᾽ ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο,
      «Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία