ενεστώτας subside
γ΄ ενικό ενεστώτα subsides
αόριστος subsided
παθητική μετοχή subsided
ενεργητική μετοχή subsiding

subside (en)

  1. (αμετάβατο) καταλαγιάζω, κοπάζω, πέφτω
      He waited until the exictement subsided.
    Περίμενε ώσπου να καταλαγιάσει η έξαψη.
      When his anger subsided
    Όταν κόπασε ο θυμός του…
      The storm subsided.
    Η θύελλα κόπασε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη abate
  2. (αμετάβατο) υποχωρώ, για νερά
      When the flood waters subsided
    Όταν υποχώρησαν τα νερά από τις πλημμύρες…
  3. (αμετάβατο) υποχωρώ, για έδαφος ή κτήριο
      The road to Corinth subsided in many places.
    Ο δρόμος προς την Κόρινθο υποχώρησε σε πολλά σημεία.
      The foundations of our house subsided.
    Τα θεμέλια του σπιτιού μας υποχώρησαν.