Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɑ̃.te/

décanter (fr) (μεταβατικό)

  1. ξεχωρίζω, χάρη στη βαρύτητα, ένα υγρό από στερεές ή υγρές ουσίες που περιέχει
  2. (οικείο) décanter ses idées, ξεκαθαρίζω τις ιδέες ή σκέψεις μου

(αμετάβατο)

  1. καθαρίζω, γίνομαι πιο καθαρός

Συγγενικά

επεξεργασία