Ersatz
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErsatz (de) αρσενικό
- ανταλλαγή, αντικατάσταση
- (σαν α' συνθετικό) εφεδρικός, ανταλλακτικός
Σύνθετα
επεξεργασία- Ersatzbefriedigung
- Ersatzdienst
- Ersatzkasse
- Ersatzmann
- Ersatzmutter
- ersatzpflichtig
- Ersatzreifen
- Ersatzteil