θεμελιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεμελιώνω < αρχαία ελληνική θεμελιῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.me.liˈo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαθεμελιώνω
- βάζω τα θεμέλια σε μια οικοδομή ή σε ένα τεχνικό έργο
- (συνεκδοχικά) τοποθετώ τον θεμέλιο λίθο σε μια επίσημη εκδήλωση για την έναρξη των εργασιών ανέγερσης ενός κτιρίου ή έργου
- (μεταφορικά) αποδεικνύω με τεκμήρια π.χ. ένα επιχείρημα
- θέτω τις βάσεις για μια θεωρία, μια επιστήμη κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεμελιώνω | θεμελίωνα | θα θεμελιώνω | να θεμελιώνω | θεμελιώνοντας | |
β' ενικ. | θεμελιώνεις | θεμελίωνες | θα θεμελιώνεις | να θεμελιώνεις | θεμελίωνε | |
γ' ενικ. | θεμελιώνει | θεμελίωνε | θα θεμελιώνει | να θεμελιώνει | ||
α' πληθ. | θεμελιώνουμε | θεμελιώναμε | θα θεμελιώνουμε | να θεμελιώνουμε | ||
β' πληθ. | θεμελιώνετε | θεμελιώνατε | θα θεμελιώνετε | να θεμελιώνετε | θεμελιώνετε | |
γ' πληθ. | θεμελιώνουν(ε) | θεμελίωναν θεμελιώναν(ε) |
θα θεμελιώνουν(ε) | να θεμελιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεμελίωσα | θα θεμελιώσω | να θεμελιώσω | θεμελιώσει | ||
β' ενικ. | θεμελίωσες | θα θεμελιώσεις | να θεμελιώσεις | θεμελίωσε | ||
γ' ενικ. | θεμελίωσε | θα θεμελιώσει | να θεμελιώσει | |||
α' πληθ. | θεμελιώσαμε | θα θεμελιώσουμε | να θεμελιώσουμε | |||
β' πληθ. | θεμελιώσατε | θα θεμελιώσετε | να θεμελιώσετε | θεμελιώστε | ||
γ' πληθ. | θεμελίωσαν θεμελιώσαν(ε) |
θα θεμελιώσουν(ε) | να θεμελιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θεμελιώσει | είχα θεμελιώσει | θα έχω θεμελιώσει | να έχω θεμελιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις θεμελιώσει | είχες θεμελιώσει | θα έχεις θεμελιώσει | να έχεις θεμελιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει θεμελιώσει | είχε θεμελιώσει | θα έχει θεμελιώσει | να έχει θεμελιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θεμελιώσει | είχαμε θεμελιώσει | θα έχουμε θεμελιώσει | να έχουμε θεμελιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε θεμελιώσει | είχατε θεμελιώσει | θα έχετε θεμελιώσει | να έχετε θεμελιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θεμελιώσει | είχαν θεμελιώσει | θα έχουν θεμελιώσει | να έχουν θεμελιώσει |
|