found
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | found |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | founds |
αόριστος | founded |
παθητική μετοχή | founded |
ενεργητική μετοχή | founding |
found (en)
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
found (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος find