ενεστώτας found
γ΄ ενικό ενεστώτα founds
αόριστος founded
παθητική μετοχή founded
ενεργητική μετοχή founding

found (en)

  1. ιδρύω
    ⮡  The Athenians founded new cities.
    Οι Αθηναίοι ίδρυσαν νέες πόλεις.
     συνώνυμα: establish, institute, set up
  2. θεμελιώνω

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

found (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ιδρύω