find
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | find |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finds |
αόριστος | found |
παθητική μετοχή | found |
ενεργητική μετοχή | finding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
find (en)
- (μεταβατικό) βρίσκω, μου επιστρέφεται κάτι ή κάποιος που χάθηκε μετά από αναζήτηση
- ⮡ I want my wallet to be found.
- Θέλω να βρεθεί το πορτοφόλι μου.
- ⮡ The priceless jewelry has not been found yet.
- Τα πολύτιμα κοσμήματα δεν έχουν βρεθεί ακόμα.
- ⮡ I want my wallet to be found.
- (μεταβατικό) βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι ή κάποιον από αναζήτηση, μελέτη ή προσεκτική σκέψη
- ⮡ How will we find a good restaurant?
- Πώς θα βρούμε ένα καλό εστιατόριο;
- ⮡ How will we find a good restaurant?
- (μεταβατικό) βρίσκω, μου φαίνεται, έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή άποψη για κάτι
- ⮡ I find my new job boring.
- Βρίσκω την καινούρια μου δουλειά πληκτική.
- ⮡ I find housekeeping to be boring work.
- Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά.
- ⮡ I find my new job boring.
- (μεταβατικό) βρίσκω, δείχνω μια ιδιότητα που έχω ο ίδιος, συνήθως με προσπάθεια
- ⮡ I haven’t found the strength to tell him the bad news.
- Δεν έχω βρει τη δύναμη να του πω τα άσχημα νέα.
- ⮡ I haven’t found the strength to tell him the bad news.