Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
find finds

find (en)

  • η ανακάλυψη
    I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
    Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
ενεστώτας find
γ΄ ενικό ενεστώτα finds
αόριστος found
παθητική μετοχή found
ενεργητική μετοχή finding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

find (en)

  1. (μεταβατικό) βρίσκω, μου επιστρέφεται κάτι ή κάποιος που χάθηκε μετά από αναζήτηση
    I want my wallet to be found.
    Θέλω να βρεθεί το πορτοφόλι μου.
    The priceless jewelry has not been found yet.
    Τα πολύτιμα κοσμήματα δεν έχουν βρεθεί ακόμα.
  2. (μεταβατικό) βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι ή κάποιον από αναζήτηση, μελέτη ή προσεκτική σκέψη
    How will we find a good restaurant?
    Πώς θα βρούμε ένα καλό εστιατόριο;
  3. (μεταβατικό) βρίσκω, μου φαίνεται, έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή άποψη για κάτι
    I find my new job boring.
    Βρίσκω την καινούρια μου δουλειά πληκτική.
    I find housekeeping to be boring work.
    Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά.
  4. (μεταβατικό) βρίσκω, δείχνω μια ιδιότητα που έχω ο ίδιος, συνήθως με προσπάθεια
    I haven’t found the strength to tell him the bad news.
    Δεν έχω βρει τη δύναμη να του πω τα άσχημα νέα.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία