find
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
find | finds |
find (en)
- η ανακάλυψη
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | find |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finds |
αόριστος | found |
παθητική μετοχή | found |
ενεργητική μετοχή | finding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
find (en)
- (μεταβατικό) βρίσκω, μου επιστρέφεται κάτι ή κάποιος που χάθηκε μετά από αναζήτηση
- ↪ I want my wallet to be found.
- Θέλω να βρεθεί το πορτοφόλι μου.
- ↪ The priceless jewelry has not been found yet.
- Τα πολύτιμα κοσμήματα δεν έχουν βρεθεί ακόμα.
- ↪ I want my wallet to be found.
- (μεταβατικό) βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι ή κάποιον από αναζήτηση, μελέτη ή προσεκτική σκέψη
- ↪ How will we find a good restaurant?
- Πώς θα βρούμε ένα καλό εστιατόριο;
- ↪ How will we find a good restaurant?
- (μεταβατικό) βρίσκω, μου φαίνεται, έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή άποψη για κάτι
- ↪ I find my new job boring.
- Βρίσκω την καινούρια μου δουλειά πληκτική.
- ↪ I find housekeeping to be boring work.
- Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά.
- ↪ I find my new job boring.
- (μεταβατικό) βρίσκω, δείχνω μια ιδιότητα που έχω ο ίδιος, συνήθως με προσπάθεια
- ↪ I haven’t found the strength to tell him the bad news.
- Δεν έχω βρει τη δύναμη να του πω τα άσχημα νέα.
- ↪ I haven’t found the strength to tell him the bad news.