find out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | find out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finds out |
αόριστος | found out |
παθητική μετοχή | found out |
ενεργητική μετοχή | finding out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
find out (en)
- ανακαλύπτω, μαθαίνω, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι ή κάποιον