ενικός         πληθυντικός  
finder finders

  Ετυμολογία

επεξεργασία
finder < find + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finder (en)

  • ο ευρέτης
    ⮡  Lost golden ring: the finder will be rewarded.
    Απωλέσθη χρυσό δακτυλίδι: ο ευρέτης αμοιφθήσεται.

Παράγωγα

επεξεργασία