Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
institute institutes

institute (en)

  1. το ινστιτούτο, το ίδρυμα
    ⮡  institutes of higher education - ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
    ⮡  the Research Institute - το Ίδρυμα Ερευνών
    ⮡  Institute of Geological and Mineral Research - Iνστιτούτο Γεωλογικών και Mεταλλευτικών Ερευνών
     συνώνυμα: establishment, foundation, institution
  2. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα ινστιτούτο
ενεστώτας institute
γ΄ ενικό ενεστώτα institutes
αόριστος instituted
παθητική μετοχή instituted
ενεργητική μετοχή instituting

institute (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ίδρυμα, ιδρύω