ενικός         πληθυντικός  
foundation foundations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

foundation (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) το θεμέλιο, το υπόβαθρο, οτιδήποτε αποτελεί στήριγμα, συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη πράγματος
    ⮡  the foundations of his career - τα θεμέλια της καριέρας του
    ⮡  The foundation of a religion is faith.
    Το υπόβαθρο μιας θρησκείας είναι η πίστη.
     συνώνυμα: basis
  2. (μετρήσιμο) το ίδρυμα, ένας οργανισμός που ιδρύθηκε για να παρέχει χρήματα για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  charitable foundation - φιλανθρωπικό ίδρυμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη institute
  3. (μη μετρήσιμο) η ίδρυση, η πράξη της ίδρυσης ενός νέου ιδρύματος ή οργανισμού
    ⮡  the foundation of a political party - η ίδρυση ενός κόμματος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη establishment
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) το θεμέλιο, το υπόβαθρο, η υλική βάση ενός κτιρίου
    ⮡  The house was shaken from its foundations.
    Το σπίτι σείστηκε από τα θεμέλια.
    ⮡  The platform collapsed when the foundations which were supporting it gave way.
    Η εξέδρα κατέρρευσε όταν υποχώρησαν τα υπόβαθρα που τη στήριζαν.