θεμελιωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεμελιωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεμελιωτής αρσενικό
- αυτός που έβαλε τα θεμέλια ενός σημαντικού κινήματος, ρεύματος, θρησκείας, ιδεολογίας κλπ
θεμελιωτής αρσενικό