θεμελιακός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θεμελιακός < (ελληνιστική κοινή) θεμελιακός < θεμέλιον + -ακός < τίθημι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θεμελιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα θεμέλια ή αναφέρεται σ' αυτά
- που είναι βασικός και σημαντικός
- ≈ συνώνυμα:: θεμελιώδης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχετικός με τα θεμέλια
θεμελιώδης
|