Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεμελιακός η θεμελιακή το θεμελιακό
      γενική του θεμελιακού της θεμελιακής του θεμελιακού
    αιτιατική τον θεμελιακό τη θεμελιακή το θεμελιακό
     κλητική θεμελιακέ θεμελιακή θεμελιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεμελιακοί οι θεμελιακές τα θεμελιακά
      γενική των θεμελιακών των θεμελιακών των θεμελιακών
    αιτιατική τους θεμελιακούς τις θεμελιακές τα θεμελιακά
     κλητική θεμελιακοί θεμελιακές θεμελιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεμελιακός < (ελληνιστική κοινήθεμελιακός < θεμέλιον + -ακός < τίθημι

  Επίθετο επεξεργασία

θεμελιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τα θεμέλια ή αναφέρεται σ' αυτά
  2. που είναι βασικός και σημαντικός
     συνώνυμα:: θεμελιώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία