typesetting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
typesetting | typesettings |
Ουσιαστικό επεξεργασία
typesetting (en)
- η στοιχειοθεσία, η τοποθέτηση τυπογραφικών στοιχείων σε αράδα
ενικός | πληθυντικός |
typesetting | typesettings |
typesetting (en)