πρωταγωνίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωταγωνίστρια < πρωταγωνιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωταγωνίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πρωταγωνιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν άλλη λέξη για αυτό το γένος σε αυτό το λήμμα δείτε: πρωταγωνιστής
πρωταγωνίστρια
|