Δείτε επίσης: πρωτοστατῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

πρωτοστατώ, πρτ.: πρωτοστατούσα, αόρ.: πρωτοστάτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • αρχίζω πρώτος μια δραστηριότητα παρακινώντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο
      + αιτιατική: πρωτοστάτησε στην οργάνωση της αντίστασης
      + γενική (λόγιο): πρωτοστάτησε της αποτυχημένης επανάστασης

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία