Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προπορεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
προπορεύομαι
<
αρχαία ελληνική
πρό
+
πορεύομαι
Ρήμα
επεξεργασία
προπορεύομαι
(
αποθετικό ρήμα
)
πορεύομαι
μπροστά από τους άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προπορεύομαι
γαλλικά
:
mener
(fr)
,
précéder
(fr)
,
ouvrir
(fr)
la
marche
(fr)