πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοπόρος η πρωτοπόρα
& πρωτοπόρος
το πρωτοπόρο
      γενική του πρωτοπόρου της πρωτοπόρας
& πρωτοπόρου
του πρωτοπόρου
    αιτιατική τον πρωτοπόρο την πρωτοπόρα
& πρωτοπόρο
το πρωτοπόρο
     κλητική πρωτοπόρε πρωτοπόρα
& πρωτοπόρε
πρωτοπόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοπόροι οι πρωτοπόρες
& πρωτοπόροι
τα πρωτοπόρα
      γενική των πρωτοπόρων των πρωτοπόρων των πρωτοπόρων
    αιτιατική τους πρωτοπόρους τις πρωτοπόρες
& πρωτοπόρους
τα πρωτοπόρα
     κλητική πρωτοπόροι πρωτοπόρες
& πρωτοπόροι
πρωτοπόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

πρωτοπόρος, -α / -ος, -ο

  1. που προπορεύεται, που βρίσκεται μπροστά
  2. που πετυχαίνει σε ό,τι καταπιάνεται και διακρίνεται
  3. που εφαρμόζει νέες, καινούριες τεχνικές, μεθόδους, γνώσεις ή έχει νέες ιδέες κι οι άλλοι τον ακολουθούν
     συνώνυμα: ρηξικέλευθος, καινοτόμος, πιονιέρος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοπόρος αρσενικό (θηλυκό πρωτοπόρα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρωτοπόρος τὸ πρωτοπόρον
      γενική τοῦ/τῆς πρωτοπόρου τοῦ πρωτοπόρου
      δοτική τῷ/τῇ πρωτοπόρ τῷ πρωτοπόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρωτοπόρον τὸ πρωτοπόρον
     κλητική ! πρωτοπόρε πρωτοπόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρωτοπόροι τὰ πρωτοπόρ
      γενική τῶν πρωτοπόρων τῶν πρωτοπόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πρωτοπόροις τοῖς πρωτοπόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πρωτοπόρους τὰ πρωτοπόρ
     κλητική ! πρωτοπόροι πρωτοπόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πρωτοπόρω τὼ πρωτοπόρω
      γεν-δοτ τοῖν πρωτοπόροιν τοῖν πρωτοπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοπόρος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία