πρωτοπόρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πίνακας κλίσης υπό κατασκευή
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτοπόρος < ελληνιστική κοινή πρωτοπόρος < αρχαία ελληνική πρῶτος + πόρος (2,3: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pionnier)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾɔ.tɔ.ˈpɔ.ɾɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτοπόρος, -ος / -α, -ο
- που προπορεύεται, που βρίσκεται μπροστά
- που πετυχαίνει σε ό,τι καταπιάνεται και διακρίνεται
- που εφαρμόζει νέες, καινούριες τεχνικές, μεθόδους, γνώσεις ή έχει νέες ιδέες κι οι άλλοι τον ακολουθούν
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- πρωτοπορία
- πρωτοποριακά
- πρωτοποριακός
- πρωτοπορώ
- → δείτε τις λέξεις πρώτος, πόρος και περνώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτοπόρος αρσενικό (θηλυκό: πρωτοπόρα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ πρωτοπόρος | τὸ πρωτοπόρον | οἱ, αἱ πρωτοπόροι | τὰ πρωτοπόρα |
Γενική | τοῦ, τῆς πρωτοπόρου | τοῦ πρωτοπόρου | τῶν πρωτοπόρων | τῶν πρωτοπόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ πρωτοπόρῳ | τῷ πρωτοπόρῳ | τοῖς, ταῖς πρωτοπόροις | τοῖς πρωτοπόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν πρωτοπόρον | τὸ πρωτοπόρον | τοὺς, τὰς πρωτοπόρους | τὰ πρωτοπόρα |
Κλητική | πρωτοπόρε | πρωτοπόρον | πρωτοπόροι | πρωτοπόρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πρωτοπόρω | |||
Γενική-Δοτική | πρωτοπόροιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτοπόρος < αρχαία ελληνική πρῶτος + πόρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτοπόρος, -ος, -ον