pionnier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pionnier < παλαιά γαλλική peonier
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pionnier | pionniers |
θηλυκό | pionnière | pionnières |
pionnier (fr)
- σκαπανέας
- που πρωτοτυπεί