διακρίνομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διακρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διακρίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
διακρίνομαι, παθητική μετοχή διακεκριμένος
- φαίνομαι, είμαι ορατός
- ένα πλοίο διακρίνεται στον ορίζοντα
- ξεχωρίζω για την προσφορά μου σε κάποιον επαγγελματικό ή επιστημονικό κλπ τομέα και αποσπώ διακρίσεις γι' αυτήν
- ο συμπολίτης μας κ. Χ διακρίθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες
- χαρακτηρίζομαι
- διακρίνεται για την ευγένεια του χαρακτήρα του
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διακρίνομαι