Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διακρίνομαι, π.αόρ.: διακρίθηκα, μτχ.π.π.: διακεκριμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος διακρίνω  δείτε και την κλίση 
    1. παθητικές σημασίες του διακρίνω
    2. ξεχωρίζω για την προσφορά μου σε κάποιον επαγγελματικό ή επιστημονικό κλπ τομέα και αποσπώ διακρίσεις γι' αυτήν
        ο συμπολίτης μας κ. Χ διακρίθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διακρίνομαι