διακεκριμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διακεκριμένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος διακρίνομαι.
ΜετοχήΕπεξεργασία
διακεκριμένος αρσενικό, διακεκριμένη θηλυκό, διακεκριμένο ουδέτερο
- που έχει διακριθεί σε κάποιον επαγγελματικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα, που ξεχωρίζει για την προσφορά του και έχει αποσπάσει διακρίσεις γι' αυτήν.
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διακεκριμένος