Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόπλοος < πρῶτος πρωτό- + -πλοος πλέω

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτόπλοος, -ος, -ον

  1. πρωτοτάξιδος
  2. που πλέει μπροστά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πρωτοπλοο-
ονομαστική / πρωτόπλοος   > πρωτόπλους τὸ πρωτόπλοον   > πρωτόπλουν
      γενική τοῦ/τῆς πρωτοπλόου   > πρωτόπλου τοῦ πρωτοπλόου   > πρωτόπλου
      δοτική τῷ/τῇ πρωτοπλό    > πρωτόπλ τῷ πρωτοπλό    > πρωτόπλ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρωτόπλοον   > πρωτόπλουν τὸ πρωτόπλοον   > πρωτόπλουν
     κλητική ! πρωτόπλοε     > πρωτόπλους πρωτόπλοον   > πρωτόπλουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρωτόπλοοι   > πρωτόπλοι τὰ πρωτόπλο   > πρωτόπλο
      γενική τῶν πρωτοπλόων > πρωτόπλων τῶν πρωτοπλόων > πρωτόπλων
      δοτική τοῖς/ταῖς πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις τοῖς πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πρωτοπλόους > πρωτόπλους τὰ πρωτόπλο   > πρωτόπλο
     κλητική ! πρωτόπλοοι   > πρωτόπλοι πρωτόπλο   > πρωτόπλο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πρωτοπλόω   > πρωτόπλω τὼ πρωτοπλόω   > πρωτόπλω
      γεν-δοτ τοῖν πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν τοῖν πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές