Ετυμολογία

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

πλέω

Συγγενικά

επεξεργασία

σύνθετα του ρήματος

  • θέμα πλευσ-  δείτε τη λέξη πλεῦσις
  • θέμα πλου-  δείτε τη λέξη πλοῦς
  • θέμα πλωτ-  δείτε τη λέξη πλωτός



Ετυμολογία

επεξεργασία

πλέω, ήδη ομηρικό < *πλέϝ-ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλέω, ρέω, κολυμπάω). Συγγενή: το πλύνω, η γερμανική Flut, η αγγλική flood. [1]

πλέω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

  • πλέω όπως και στα νέα ελληνικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα *πλεϝ-

θέμα *πλοϝ- *πλωϝ-

θέμα πλυ-

σύνθετα του ρήματος:

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.