καταπλέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπλέω < αρχαία ελληνική καταπλέω
Ρήμα
επεξεργασίακαταπλέω, πρτ.: κατέπλεα, στ.μέλλ.: θα καταπλεύσω, αόρ.: κατέπλευσα
- φτάνω στον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα
- (συνεκδοχικά) κατευθύνομαι προς τον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταπλέω
- αράζω στην ακτή
- πλέω σύμφωνα με το ρεύμα (του ποταμού ή της θάλασσας)
- (συνεκδοχικά) πλέω προς το κάτω μέρος του ποταμού
- επιστρέφω μέσω θαλάσσης