αράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀράζω < αρχαία ελληνική ἀράσσω κατά το σχήμα αόριστος: ‑αξα > ενεστώτας: ‑άζω όπως στο αρχαίο ρήμα στάζω - ἔσταξα[1]
Ρήμα
επεξεργασίααράζω, πρτ.: άραζα, στ.μέλλ.: θα αράξω, αόρ.: άραξα, μτχ.π.π.: αραγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) φέρνω το πλοίο στο λιμάνι
- στα καῒκια τ' αραγμένα, τα δεμένα, στα καῒκια που δεν πάνε πουθενά (Ζαχ. Παπαντωνίου)
- ≈ συνώνυμα:
- (αμετάβατο) αγκυροβολώ
- (λαϊκότροπο) σταθμεύω, παρκάρω ένα τροχοφόρο όχημα
- (μεταφορικά) βρίσκω καταφύγιο έπειτα από περιπλανήσεις ή δοκιμασίες
- και γέρος πια να αράξεις στο νησί (Κ. Καβάφης. Ιθάκη)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Ενεργητική φωνή μόνον και μετοχή παθητικού παρακειμένου αραγμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αράζω | άραζα | θα αράζω | να αράζω | αράζοντας | |
β' ενικ. | αράζεις | άραζες | θα αράζεις | να αράζεις | άραζε | |
γ' ενικ. | αράζει | άραζε | θα αράζει | να αράζει | ||
α' πληθ. | αράζουμε | αράζαμε | θα αράζουμε | να αράζουμε | ||
β' πληθ. | αράζετε | αράζατε | θα αράζετε | να αράζετε | αράζετε | |
γ' πληθ. | αράζουν(ε) | άραζαν αράζαν(ε) |
θα αράζουν(ε) | να αράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άραξα | θα αράξω | να αράξω | αράξει | ||
β' ενικ. | άραξες | θα αράξεις | να αράξεις | άραξε, άραχ' | ||
γ' ενικ. | άραξε | θα αράξει | να αράξει | |||
α' πληθ. | αράξαμε | θα αράξουμε | να αράξουμε | |||
β' πληθ. | αράξατε | θα αράξετε | να αράξετε | αράξτε, αράχτε | ||
γ' πληθ. | άραξαν αράξαν(ε) |
θα αράξουν(ε) | να αράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αράξει | είχα αράξει | θα έχω αράξει | να έχω αράξει | ||
β' ενικ. | έχεις αράξει | είχες αράξει | θα έχεις αράξει | να έχεις αράξει | έχε αραγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αράξει | είχε αράξει | θα έχει αράξει | να έχει αράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αράξει | είχαμε αράξει | θα έχουμε αράξει | να έχουμε αράξει | ||
β' πληθ. | έχετε αράξει | είχατε αράξει | θα έχετε αράξει | να έχετε αράξει | έχετε αραγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αράξει | είχαν αράξει | θα έχουν αράξει | να έχουν αράξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αραγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αραγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αραγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αραγμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αράζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας