Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεμπελιάζω < τεμπέλ(ης) + -ιάζω[1] < τουρκική tembel < περσική تنبل (tambal: τεμπέλης, νωθρός)

  Ρήμα επεξεργασία

τεμπελιάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία