τεμπελιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατεμπελιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τεμπέλιασμα
- → δείτε τη λέξη τεμπέλης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεμπελιάζω | τεμπέλιαζα | θα τεμπελιάζω | να τεμπελιάζω | τεμπελιάζοντας | |
β' ενικ. | τεμπελιάζεις | τεμπέλιαζες | θα τεμπελιάζεις | να τεμπελιάζεις | τεμπέλιαζε | |
γ' ενικ. | τεμπελιάζει | τεμπέλιαζε | θα τεμπελιάζει | να τεμπελιάζει | ||
α' πληθ. | τεμπελιάζουμε | τεμπελιάζαμε | θα τεμπελιάζουμε | να τεμπελιάζουμε | ||
β' πληθ. | τεμπελιάζετε | τεμπελιάζατε | θα τεμπελιάζετε | να τεμπελιάζετε | τεμπελιάζετε | |
γ' πληθ. | τεμπελιάζουν(ε) | τεμπέλιαζαν τεμπελιάζαν(ε) |
θα τεμπελιάζουν(ε) | να τεμπελιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεμπέλιασα | θα τεμπελιάσω | να τεμπελιάσω | τεμπελιάσει | ||
β' ενικ. | τεμπέλιασες | θα τεμπελιάσεις | να τεμπελιάσεις | τεμπέλιασε | ||
γ' ενικ. | τεμπέλιασε | θα τεμπελιάσει | να τεμπελιάσει | |||
α' πληθ. | τεμπελιάσαμε | θα τεμπελιάσουμε | να τεμπελιάσουμε | |||
β' πληθ. | τεμπελιάσατε | θα τεμπελιάσετε | να τεμπελιάσετε | τεμπελιάστε | ||
γ' πληθ. | τεμπέλιασαν τεμπελιάσαν(ε) |
θα τεμπελιάσουν(ε) | να τεμπελιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τεμπελιάσει | είχα τεμπελιάσει | θα έχω τεμπελιάσει | να έχω τεμπελιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τεμπελιάσει | είχες τεμπελιάσει | θα έχεις τεμπελιάσει | να έχεις τεμπελιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τεμπελιάσει | είχε τεμπελιάσει | θα έχει τεμπελιάσει | να έχει τεμπελιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τεμπελιάσει | είχαμε τεμπελιάσει | θα έχουμε τεμπελιάσει | να έχουμε τεμπελιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τεμπελιάσει | είχατε τεμπελιάσει | θα έχετε τεμπελιάσει | να έχετε τεμπελιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τεμπελιάσει | είχαν τεμπελιάσει | θα έχουν τεμπελιάσει | να έχουν τεμπελιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τεμπελιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας