τεμπέλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεμπέλιασμα < τεμπελιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεμπέλιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεμπελιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τεμπέλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεμπέλιασμα
|