Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεμπέλης η τεμπέλα το τεμπέλικο
      γενική του τεμπέλη της τεμπέλας του τεμπέλικου
    αιτιατική τον τεμπέλη την τεμπέλα το τεμπέλικο
     κλητική τεμπέλη τεμπέλα τεμπέλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεμπέληδες οι τεμπέλες τα τεμπέλικα
      γενική των τεμπέληδων των τεμπέλικων
    αιτιατική τους τεμπέληδες τις τεμπέλες τα τεμπέλικα
     κλητική τεμπέληδες τεμπέλες τεμπέλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

τεμπέλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tembel < περσική تنبل (tambal: τεμπέλης, νωθρός)

  Προφορά

ΔΦΑ : /temˈbe.lis/

  Επίθετο

τεμπέλης, -α, -ικο

  1. αυτός που δε θέλει να κουράζεται ποτέ και αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά
    • δεν κάνω τίποτε στο σπίτι, είμαι μεγάλος τεμπέλης
  2. αυτός που δε θέλει να εργαστεί
    • είναι ένας τεμπέλης και μισός: δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Παράγωγα

Σύνθετα

  Ουσιαστικό

τεμπέλης αρσενικό (θηλυκό: τεμπέλα)

  1. τεμπέλης
     συνώνυμα: ακαμάτης, τεμπελόσκυλο, τεμπελχανάς
  2. (ιδιωματισμός, μεταφορικά) ο παίκτης παρτίδας πρέφας που διαδοχικά δεν παίζει όταν έρχεται η σειρά του να μοιράσει τα φύλλα της τράπουλας (όποτε σε παρτίδα παίζουν τέσσερις παίκτες, αντί των κανονικών τριών)
    μοίρασε, είναι η σειρά σου να γίνεις ο τεμπέλης
  3. (προφορικό) θήκη αντικειμένων ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού του αυτοκινήτου, το υποβραχιόνιο
    κατά λάθος ξέχασα τα κλειδιά μου μέσα στον τεμπέλη

  Μεταφράσεις