παραθετικά
θετικός lazy
συγκριτικός lazier
υπερθετικός laziest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lazy < πρωτογερμανική *lasiwaz / *laskaz (αδύναμος, ασθενής) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *las- (αδύναμος)

  Επίθετο

επεξεργασία

lazy (en)

  1. (κακόσημο) τεμπέλης, οκνηρός, που είναι απρόθυμος για δουλειά ή να είναι δραστήριος· που κάνει όσο το δυνατόν λιγότερα
    ⮡  He is a smart student, but he doesn’t study, he’s lazy.
    Είναι έξυπνος μαθητής, αλλά δεν διαβάζει, είναι τεμπέλης.
    ⮡  What a lazy person you are!
    Τι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ!
     συνώνυμα:  idle
  2. νωθρός, βαριεστημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία