idle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | idle |
συγκριτικός | more idle |
υπερθετικός | most idle |
idle (en)
- (κακόσημο) τεμπέλης, για άτομα που δεν εργάζονται σκληρά
- άεργος, χωρίς δουλειά
- ⮡ I have been idle for months, though, as God as my witness, I’m not lazy.
- Είμαι άεργος επί μήνες, αν και, μάρτυς μου ο Θεός, δεν είμαι τεμπέλης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unemployed
- ⮡ I have been idle for months, though, as God as my witness, I’m not lazy.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | idle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | idles |
αόριστος | idled |
παθητική μετοχή | idled |
ενεργητική μετοχή | idling |
idle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τεμπελιάζω, περνάω χρόνο χωρίς να κάνω τίποτα σημαντικό
Πηγές
επεξεργασία- idle (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- idle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 15, 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: άεργος, τεμπέλης, τεμπελιάζω