Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός idle
συγκριτικός more idle
υπερθετικός most idle

idle (en)

  1. (κακόσημο) τεμπέλης, για άτομα που δεν εργάζονται σκληρά
    ⮡  He was idle all his life.
    Ήταν τεμπέλης όλη του τη ζωή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lazy
  2. άεργος, χωρίς δουλειά
    ⮡  I have been idle for months, though, as God as my witness, I’m not lazy.
    Είμαι άεργος επί μήνες, αν και, μάρτυς μου ο Θεός, δεν είμαι τεμπέλης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unemployed
ενεστώτας idle
γ΄ ενικό ενεστώτα idles
αόριστος idled
παθητική μετοχή idled
ενεργητική μετοχή idling

idle (en)