Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεμπελόσκυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τεμπελόσκυλ
ο
τα
τεμπελόσκυλ
α
γενική
του
τεμπελόσκυλ
ου
των
τεμπελόσκυλ
ων
αιτιατική
το
τεμπελόσκυλ
ο
τα
τεμπελόσκυλ
α
κλητική
τεμπελόσκυλ
ο
τεμπελόσκυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεμπελόσκυλο
<
τεμπέλ(ης)
+
-ό-
+
σκύλ(ος)
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
tem.beˈlo.sci.lo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεμπελόσκυλο
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
)
τεμπέλικο
σκυλί
(
μεταφορικά
,
μειωτικό
)
τεμπέλης
άνθρωπος
,
νωθρός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τεμπέλης
και
σκύλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεμπελόσκυλο
γερμανικά
:
Faulpelz
(de)
,
fauler
Hund
(de)