αργόσχολος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αργόσχολος, -η, -ο
- που δεν ασχολείται με κάτι, που δεν έχει κάποια απασχόληση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αργόσχολα
- αργοσχολία
- αργοσχόλως
- → δείτε τις λέξεις αργός και σχόλη