αργοσχόλως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργοσχόλως < αργόσχολος + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
αργοσχόλως
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του αργόσχολα, με αργόσχολο τρόπο, με αργοσχολία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργοσχόλως
|
Δείτε επίσης : αργόσχολος |
αργοσχόλως
|