φυγόπονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυγόπονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυγόπονος < αρχαία ελληνική φυγ(ή) + -ό- + -πονος (πόνος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈɣo.po.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γό‐πο‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαφυγόπονος, -η, -ο
- που αποφεύγει τη σκληρή δουλειά, τη μεγάλη προσπάθεια, την απαιτητική δραστηριότητα, ο τεμπέλης, ο οκνός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυγόπονος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυγόπονος < αρχαία ελληνική φυγ(ή) + -ό- + -πονος (πόνος)
Επίθετο
επεξεργασίαφυγόπονος, -ος, -ον
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φυγόπονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυγόπονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.