↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυγή οι φυγές
      γενική της φυγής των φυγών
    αιτιατική τη φυγή τις φυγές
     κλητική φυγή φυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυγή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυγή θηλυκό

  1. το φευγιό, η εσπευσμένη ή μαζική αναχώρηση και απομάκρυνση από κάπου εν όψει καταδίωξης (κυριολεκτικής ή με μεταφορική έννοια)
    ⮡  η φυγή των αμάχων από τις περοχές όπου μαίνεται ο εμφύλιος
    ⮡  τράπηκαν σε άτακτη φυγή (για στρατεύματα που δεν αποχώρησαν συντεταγμένα)
    ⮡  η φυγή των νέων στο εξωτερικό εξαιτίας της ανεργίας
    ※  Το σχέδιο της φυγής ήταν απλό όσο και τολμηρό. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  2. η διαφυγή, η αποφυγή μιας δυσάρεστης κατάστασης
    ⮡ η φυγή από την πραγματικότητα
  3. (μουσική, παρωχημένο) η φούγκα
    ⮡  τέλειωσα τις εξετάσεις της φούγκας και παρέλαβα το πολυπόθητο «δίπλωμα φυγής»

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυγή αἱ φυγαί
      γενική τῆς φυγῆς τῶν φυγῶν
      δοτική τῇ φυγ ταῖς φυγαῖς
    αιτιατική τὴν φυγήν τὰς φυγᾱ́ς
     κλητική ! φυγή φυγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φυγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγή < φυγ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φεύγω +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυγή θηλυκό

  1. η φυγή, το φευγιό, η υποχώρηση προ του εχθρού στη μάχη, όχι απαραιτήτως από δειλία, όχι η λιποταξία, αλλά η αναγκαστική υποχώρηση
    ⮡  ἐς φυγήν ἐτράποντο
    {πχ}} ἰσχυρὰ φυγή ἐγένετο
  2. (στον πληθυντικό) οι φυγάδες, σε μαζικές περιπτώσεις φυγής
    ⮡  ἐν ταῖς φυγαῖς (για τη μαζική φυγή των Αθηναίων αγροτών προς το κέντρο της πόλης στον Πελοποννησιακό πόλεμο)
  3. η αποφυγή, η φυγή για να αποφύγεις κάτι ανεπιθύμητο
    ※  6ος/5ος αιώνας πκε Αισχύλος, Ἱκέτιδες, 392-393 @greek-language.gr
    […] ὕπαστρον δέ τοι
    μῆχαρ ὁρίζομαι γάμου δύσφρονος
    φυγᾷ·
    είμαι αποφασισμένη να το σκάσω μες στη νύχτα με οδηγό τα αστέρια για να αποφύγω αυτό το γάμο που προσβάλλει την ψυχή μου
  4. αναγκαστική φυγή, εξορία ή αυτοεξορία
    ⮡  νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί
    ⮡  φυγὴν ἐπιβαλὼν ἑωυτῷ
  5. (ελληνιστική σημασία) καταφύγιο
  6. (ελληνιστική σημασία) γλίστρημα, το να φεύγει κάτι από τη θέση του, όπως ο επίδεσμος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φεύγω