φυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυγή | οι | φυγές |
γενική | της | φυγής | των | φυγών |
αιτιατική | τη | φυγή | τις | φυγές |
κλητική | φυγή | φυγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυγή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυγή θηλυκό
- το φευγιό, η εσπευσμένη ή μαζική αναχώρηση και απομάκρυνση από κάπου εν όψει καταδίωξης (κυριολεκτικής ή με μεταφορική έννοια)
- ⮡ η φυγή των αμάχων από τις περοχές όπου μαίνεται ο εμφύλιος
- ⮡ τράπηκαν σε άτακτη φυγή (για στρατεύματα που δεν αποχώρησαν συντεταγμένα)
- ⮡ η φυγή των νέων στο εξωτερικό εξαιτίας της ανεργίας
- ※ Το σχέδιο της φυγής ήταν απλό όσο και τολμηρό. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- η διαφυγή, η αποφυγή μιας δυσάρεστης κατάστασης
- ⮡ η φυγή από την πραγματικότητα
- (μουσική, παρωχημένο) η φούγκα
- ⮡ τέλειωσα τις εξετάσεις της φούγκας και παρέλαβα το πολυπόθητο «δίπλωμα φυγής»
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φυγή | αἱ | φυγαί |
γενική | τῆς | φυγῆς | τῶν | φυγῶν |
δοτική | τῇ | φυγῇ | ταῖς | φυγαῖς |
αιτιατική | τὴν | φυγήν | τὰς | φυγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | φυγή | φυγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φυγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυγή < φυγ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φεύγω + -ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυγή θηλυκό
- η φυγή, το φευγιό, η υποχώρηση προ του εχθρού στη μάχη, όχι απαραιτήτως από δειλία, όχι η λιποταξία, αλλά η αναγκαστική υποχώρηση
- ⮡ ἐς φυγήν ἐτράποντο
- {πχ}} ἰσχυρὰ φυγή ἐγένετο
- (στον πληθυντικό) οι φυγάδες, σε μαζικές περιπτώσεις φυγής
- ⮡ ἐν ταῖς φυγαῖς (για τη μαζική φυγή των Αθηναίων αγροτών προς το κέντρο της πόλης στον Πελοποννησιακό πόλεμο)
- η αποφυγή, η φυγή για να αποφύγεις κάτι ανεπιθύμητο
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Ἱκέτιδες, 392-393 @greek-language.gr
- […] ὕπαστρον δέ τοι
μῆχαρ ὁρίζομαι γάμου δύσφρονος
φυγᾷ·- είμαι αποφασισμένη να το σκάσω μες στη νύχτα με οδηγό τα αστέρια για να αποφύγω αυτό το γάμο που προσβάλλει την ψυχή μου
- […] ὕπαστρον δέ τοι
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Ἱκέτιδες, 392-393 @greek-language.gr
- αναγκαστική φυγή, εξορία ή αυτοεξορία
- ⮡ νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί
- ⮡ φυγὴν ἐπιβαλὼν ἑωυτῷ
- (ελληνιστική σημασία) καταφύγιο
- (ελληνιστική σημασία) γλίστρημα, το να φεύγει κάτι από τη θέση του, όπως ο επίδεσμος
Άλλες μορφές
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φεύγω
Πηγές
επεξεργασία- φυγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.